πυριατήρ

πυριατήρ
-ῆρος, ὁ, Α
1. φιάλη θερμού νερού ή θερμαντική χύτρα
2. σιδερένιο έλασμα που έχει θερμανθεί και το οποίο τοποθετείται πάνω στο σώμα για θεραπευτικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυριῶ «θερμαίνω, βάζω κάποιον σε ατμόλουτρο» + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερμαν-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυριατῆρα — πυριατήρ hot water bottle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυριατῆρας — πυριατήρ hot water bottle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”