- πυριατήρ
- -ῆρος, ὁ, Α1. φιάλη θερμού νερού ή θερμαντική χύτρα2. σιδερένιο έλασμα που έχει θερμανθεί και το οποίο τοποθετείται πάνω στο σώμα για θεραπευτικούς σκοπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυριῶ «θερμαίνω, βάζω κάποιον σε ατμόλουτρο» + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερμαν-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.